- οκτινοϊκός
- -ή, -όφρ. «οκτινοϊκό οξύ» — συνοπτική ονομασία άκυκλων ακόρεστων οργανικών ενώσεων, με έναν τριπλό δεσμό μονοκαρβονικών οξέων, ισομερών μεταξύ τους, σημαντικότερη από τις οποίες είναι το επτολικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.